- μαζονομεῖον
- μαζο-νομεῖον, τό, = sq., Ar.Fr.417, Pl.Com.162:—also [suff] μαζο-νόμιον, Callix. 2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαζονομείον — μαζονομεῑον και μαζονόμιον, τὸ (Α) βλ. μαζονόμον … Dictionary of Greek
μαζονομεῖον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζονομεῖα — μαζονομεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζονόμον — και μαζονομεῑον και μαζονόμιον, τὸ (Α) [μαζονόμος] δίσκος πάνω στον οποίο τοποθετούσαν τις πίτες από κριθαρένιο αλεύρι … Dictionary of Greek